- κυματιστός
- -ή, -όκυματοειδής, κυματώδης,
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κυματιστός — ή, ό [κυματίζω] αυτός που εμφανίζει κυματισμό, αυτός που κινείται κυματοειδώς, κυματοειδής (α. «έχει κυματιστά μαλλιά, ούτε ίσια ούτε σγουρά» β. «ξέχειλο απ τ αστάχινο κυματιστό χρυσάφι και το πιο παραρριχτό βραχόσπαρτο χωράφι», Παλαμ.) … Dictionary of Greek
ακυμάτιστος — η, ο αυτός που δεν κυματίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κυματιστός < κυματίζω] … Dictionary of Greek
επίσγουρος — ἐπίσγουρος, η, ο (Μ) (για μαλλιά) σγουρός, κυματιστός … Dictionary of Greek
σούστα — Ελληνικός λαϊκός χορός διαδομένος κυρίως στην Κρήτη (πατρίδα του θεωρείται το Ρέθυμνο) και στα Δωδεκάνησα, όπου ανάλογα με τα νησιά παίρνει διαφορετικό ύφος: στη Poδο είναι κυματιστός, με περιορισμένα σουσταρίσματα (πηδήματα), στη Χάλκη έντονα… … Dictionary of Greek